- ψιλοδουλειά
- η1. πολύ λεπτή εργασία.2. ο πληθ. ψιλοδουλειές μικροπρέπειες, φιλονικίες για ασήμαντες αφορμές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψιλοδουλειά — η, Ν [ψιλοδουλεύω] 1. λεπτή εργασία 2. ασήμαντη εμπορική επιχείρηση 3. στον πληθ. οι ψιλοδουλειές διενέξεις για ασήμαντους λόγους … Dictionary of Greek
ψιλο- — Ν α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Νέας Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο ψιλός* και δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) έχει μικρό πάχος ή μικρή διάμετρο, είναι λεπτός ή πολύ μικρός (πρβλ. ψιλο αλεσμένος, ψιλό γνεθος, ψιλό φλουδος) β) υπάρχει ή… … Dictionary of Greek
ψιλοκάμωμα — το, Ν ψιλοδουλειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο * + κάμωμα] … Dictionary of Greek
ψιλοκάμωμα — το, ατος βλ. ψιλοδουλειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)